-
1 νούμερο
τό1) номер; размер (одежды);τί νούμερο παπούτσια φορείς; — какой номер обуви ты носишь?;
τό σπίτι μας έχει νούμερο σαράντα πέντε — номер нашего дома сорок пять;
2) театр. номер (программы);3) ирон. персона; шишка;σπουδαίο νούμερ! — подумаешь, важная персона!;
4) πλ. расчёты, цифры;να δούμε τί λένε τα νούμερα — посмотрим, что говорят цифры
См. также в других словарях:
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek